περισκόπιο(ν)

περισκόπιο(ν)
το перископ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περισκόπιο(ν)" в других словарях:

  • περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …   Dictionary of Greek

  • περισκόπιο — το όργανο οπτικό που βοηθά να βλέπουμε στον ορίζοντα από χαμηλή θέση: Το περισκόπιο είναι το μάτι του υποβρυχίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Greco-Turkish War (1919–1922) — For other uses, see Greco Turkish War (disambiguation). Greco Turkish War of 1919–1922 (Interwar period) Part of the Turkish War of Independence …   Wikipedia

  • Тритон (Y-5) — У этого термина существуют и другие значения, см. Тритон. Y 5 Тритон История корабля Государство флага …   Википедия

  • περισκοπικός — ή, ό Ν, [περισκόπιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περισκόπιο, ο τού περισκοπίου …   Dictionary of Greek

  • Геракис, Константин — Contemporary depiction of Constantine Phaulkon …   Википедия

  • Димакис, Герман — Игумен Герман Димакис (греч. Γερμανός Δημάκης, Агридио,Аркадия 1912 год Ламия 9 июня 2004 года) греческий священник и видный член Сопротивления, во время Второй мировой войны сражался в рядах ЭЛАС (Народно освободительная армия Греции) и был… …   Википедия

  • Кладас, Крокодилос — Крокодилос Кладас (греч. Κροκόδειλος Κλαδάς), известен также как Крокондилос и Коркондилос (1425(1425)  1490[1])  известный греческий военачальник Мореи (средневековый Пелопоннес) конца XV века. Его военная деятельность охватывает… …   Википедия

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • σκοπιά — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του… …   Dictionary of Greek

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»